δίστομος

δίστομος
δίστομος , ον (Soph.+; PMichZen 48, 4 [251 B.C.]; LXX) pert. to having two edges, double-edged of a sword (so Eur., Hel. 983; LXX) μάχαιρα (Judg 3:16; Pr 5:4; cp. PGM 13, 92 ἔχε … μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον. But τὰ δίστομα ‘gifted with two languages’ GrBar 6:16) Hb 4:12. ῥομφαία (Ps 149:6; Sir 21:3) Rv 1:16; 2:12; 19:15 v.l. (w. ὀξεῖα).—DELG s.v. δί. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίστομος — double mouthed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστομος — η, ο (AM δίστομος, ον) (για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος αρχ. (για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε… …   Dictionary of Greek

  • δίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο στόμια, δύο εξόδους ή εισόδους. 2. αυτός που έχει δύο κόψεις, αμφίστομος, δίκοπος: Τον μαχαίρωσε πισώπλατα με δίστομο μαχαίρι. 3. το ουδ. ως ουσ., δίστομο παράσιτο που προκαλεί τη διστομίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστόμως — δίστομος double mouthed adverbial δίστομος double mouthed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστομον — δίστομος double mouthed masc/fem acc sg δίστομος double mouthed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστόμοις — δίστομος double mouthed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστόμου — δίστομος double mouthed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστόμους — δίστομος double mouthed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστόμῳ — δίστομος double mouthed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστομα — δίστομος double mouthed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστομοι — δίστομος double mouthed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”